Ακολουθεί η αισιόδοξη εκδοχή
του
Παναγιώτη Μενεγ.

Μόλις έφτασε στο σπίτι του, ξάπλωσε να κοιμηθεί.
Το άλλο πρωί, το φως της ημέρας δεν ήταν καθαρό, οι κοπέλες δεν ήταν
διαφορετικές και τίποτα δεν του φαινόταν όμορφο. Τον είχε κυριεύσει η
μελαγχολία και η λύπη του, αλλά υπήρχε μια φλόγα ελπίδας.
Έτσι, πήγε σε ένα άλλο
γραφείο ευρέσεως εργασίας. Μόλις έφτασε στο κατώφλι της πόρτας,
μπορούσε να δει μια παλιά ξύλινη πόρτα στο βάθος του διαδρόμου. Στην
πραγματικότητα δίσταζε, αλλά αποφάσισε να φερθεί γενναία. Μπήκε στο
δωμάτιο όπου εκεί επίσης βρισκόταν μια κυρία σε γραφομηχανή. Αλλά ,
αυτή τη φορά ήταν φιλόξενη και φιλική. Τον ρώτησε αν ενδιαφέρεται για δουλειά
και εκείνος της απάντησε -«Ναι», αναστενάζοντας. Τότε η γραμματέας έβγαλε ένα
μεγάλο βιβλίο που έγραφε όλες τις διαθέσιμες δουλειές. Για καλή του τύχη,
υπήρχε μια θέση εργασίας ως υπάλληλος σε μια επιχείρηση που πουλούσε έπιπλα. Το
χαμόγελο του έφτασε ως τα αυτιά του και από την χαρά του
αγκάλιασε την γραμματέα και για να την ευχαριστήσει της έδωσε όλα όσα χρήματα
είχε διαθέσιμα.
Άρχισε να κατεβαίνει τις σκάλες. Ήταν ατελείωτες να τις κατεβαίνει κανείς μόνος του. Σαν μια καλογυρισμένη ταινία τρόμου. Τον τρόμαζαν. Τον τρόμαζε κάθε τι που κατέβαινε, που γκρεμιζόταν.


Διαβάστε και την εκδοχή της Ασημίνας Πισκόπ….
Ο Αναστάσης ένιωσε σαν ένα μικρό παιδάκι που
περίμενε το δώρο του μα δεν το πήρε. Στεναχωρήθηκε πολύ, γιατί περίμενε ένα
αισιόδοξο αποτέλεσμα από αυτήν την δουλειά όλη την ημέρα αλlά μόλις αντίκρισε
την ψυχρή στάση της γραμματέως τελείωσε αυτή η αισιοδοξία, αυτή η χαρά. Ο
Αναστάσης γύρισε στο σπίτι του όλο θλίψη.
Μετά από εκείνη την ημέρα τίποτα δεν του
φαινόταν χαρούμενο και ωραίο, ήταν σαν όλα
του τα όνειρα να είχαν μαραθεί, να είχαν ξεριζωθεί. Από τότε καθόταν στο
σπίτι του χωρίς να κάνει κάτι συγκεκριμένο. Κάποιοι γείτονες που τον έβλεπαν
τον λυπόντουσαν. Ο Αναστάσης όμως τίποτα.
Μια μέρα,
όμως, καθώς του πέρασαν όλα από το μυαλό και τα σκέφτηκε, πίστεψε πως τίποτα
από εκείνα που έκανε δεν ήταν αναγκαία, πως το να είσαι αισιόδοξος για τα πάντα
δεν ήταν και το πιο απαραίτητο αλλά σκέφτηκε πως ή θα γίνει ένας μονόχνοτος
άνθρωπος σαν αυτούς που πάνε στις δουλειές τους ή θα είναι αισιόδοξος και θα
προσπαθεί να λειτουργεί παντού όλο χαρά. Ακόμα και τη δουλειά του με χαρά θα
την κάνει, γιατί θα σκέφτεται ότι του προσφέρει λεφτά.
Τελικά, ο
Αναστάσης το σκέφτηκε λογικά, κι άρχισε να ψάχνει για μία άλλη δουλειά. Κι αυτή
τη φορά αποφάσισε να είναι αισιόδοξος ακόμα και αν συναντήσει πάλι έναν
κακόκεφο άνθρωπο σε ένα μονόχνοτο γραφείο….
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου