Σελίδες

Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2012

ΑΝΑΚΡΕΩΝ, ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ


Ανακρέων

Γεννήθηκε στη πόλη της Ιωνίας, Τέω, γύρω στα 570 π. Χ. και πέθανε σε βαθιά γεράματα, το 485 π. Χ. Το 545 π. Χ., ο Πέρσης 'Αρπαγος φτάνει έξω από τα τείχη της πόλης του, κατά τη διάρκεια της εισβολής των Περσών στην Ιωνία κι από 'κει αρχίζει η περιπλάνηση του ποιητή. Πρώτα πάει στα 'Αβδηρα, αργότερα στη Σάμο, στην αυλή του Πολυκράτη. Μετά τη δολοφονία του τυράννου από τον Οροίτη, φτάνει στην Αθήνα, κοντά στον Ίππαρχο και συνάπτει φιλία με τον Κριτία. Το 514 π. Χ. ο Ίππαρχος δολοφονείται κι ο ποιητής καταφεύγει στους Αλευάδες της Θεσσαλίας. Ίσως να επέστρεψε στην Αθήνα και να τον βρήκε 'κει ο θάνατος, πάντως ο τάφος του υπήρχε στη πατρίδα του τη Τέω.
Έγραψε κυρίως συμποτικά κι ερωτικά ποιήματα μ' έντονο συναισθηματικό και χαρούμενο χαρακτήρα. Κατακλύζεται από τη χαρά της ζωής μ' όλες της τις απολαύσεις, τραγούδι, έρωτας και κρασί -τούτο μάλιστα παρεξηγήθηκε και τον νόμιζαν μέθυσο. Τεχνική άψογη κι επιδεξιότητα μοναδική, γοητεία και καθαρότητα και παράλληλα, λεπτή, πρωτότυπη κι ειρωνική διάθεση, χαρακτηρίζουν το έργο του.



Ο δαμαστής ο Έρωτας

κι η πορφυρή Αφροδίτη,
μαζί σου παίζουν βασιλιά
κι οι μαυρομάτες Νύμφες.
Σε σένα που συχνά γυρνάς
στις πιο ψηλές βουνοκορφές,
ευλαβικά προσπέφτω.
Τη προσευχή μου εισάκουσε
κι έλα κοντά σε μένα,
για να γενεί ό,τι ζητώ.
Τον Κλεόβουλο, Διόνυσε,
καλά να συμβουλέψεις,
τον έρωτά μου, βασιλιά,
για να δεχτεί τ' αγόρι.

Πάλι ο ξανθός ο Έρωτας
τη κόκκινή του μπάλα
μου πετά και με κεντρίζει
με τη νια παιγνίδι ν' αρχινήσω,
που 'χει σαντάλια πλουμιστά.
Μ' αυτή, μια και κρατά
απ' τη τρανή τη Λέσβο
που 'ναι γεμάτη αρχοντικά,
σνομπάρει τ' άσπρα μου μαλλιά
κι αλλού κοιτά και χάσκει...

Φοραδίτσα από τη Θράκη,
τι με κοιτάζεις πονηρά
κι άκαρδα φεύγεις μακριά;
Θαρρείς πως από έρωτα
τίποτα δε κατέχω;
Μάθε λοιπόν, πως θα μπορούσα
όμορφα να σου βάλω χαλινάρι
και τα γκέμια σου κρατώντας
στο τέρμα του δρόμου να σε φέρω.
Μα τώρα συ μες στα λιβάδια
ναζιάρικα κι ανέμελα
βόσκεις και παιχνιδίζεις.
Γιατί δεν έχεις φυσικά
έμπειρον αναβάτη.


Είναι παιγνίδι τ' Έρωτα
το πάθος το παράφορο,
η σύγχυση κι η ταραχή.


Φέρε αγόρι μου νερό,
φέρε μου και κρασάκι,
στεφάνια από λουλούδια
εδώ μπροστά μας φέρε.
Γιατί εγώ κι ο Έρωτας
αρχίζουμε τη μάχη.

Πήρα το πρώτο κι έφαγα
παστέλι ένα κομμάτι
κι ύστερα τον κατέβασα
ένα κουβά με γιοματάρι.
Και τώρα το γλυκό σκοπό
με μια κιθάρα τραγουδώ,
γεμάτος με μεράκι,
για τη μικρή, την όμορφη
και την αγαπημένη.
Πάλι με χτύπησε ο έρωτας σαν τον χαλκιά με πέλεκυ μεγάλο
και μες σε φουσκωμένο χείμαρρο ορμητικό με έλουσε.»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου