[Αγαπημένη μου…]
(απόσπασμα)
Ναι, αγαπημένη μου, πολύ πριν να σε συναντήσω
εγώ σε περίμενα. Πάντοτε σε περίμενα…
Κι όταν βρεθήκαμε για πρώτη φορά-θυμάσαι;- μου ά-
πλωσες τα χέρια σου τόσο τρυφερά
σα να με γνώριζες από χρόνια. Μα και βέβαια
με γνώριζες. Γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωή μου
είχες πολύ ζήσει μέσα στα όνειρά μου,
αγαπημένη μου…
Αγαπημένη, σου χρωστάω κάτι πιο πολύ απ’ τον έρωτα
εγώ σου χρωστάω το τραγούδι και την ελπίδα, τα δάκρυα
και πάλι την ελπίδα.
Στην πιο μικρή στιγμή μαζί σου, έζησα όλη τη ζωή.
Θάθελα να φωνάξω το όνομά σου, αγάπη, μ’ όλη μου τη δύναμη.
Να τ’ ακούσουν οι χτίστες απ’ τις σκαλωσιές
και να φιλιούνται με τον ήλιο
να το μάθουν στα καράβια οι θερμαστές
και ν’ ανασάνουν όλα τα τριαντάφυλλα
να τ’ ακούσει η άνοιξη και να ‘ρχεται πιο γρήγορα
να το μάθουν τα παιδιά για να μη φοβούνται το σκοτάδι,
να το λένε τα καλάμια στις ακροποταμιές,
τα τρυγόνια στους φράχτες…
Να το φωνάξω τόσο δυνατά
που να μην ξανακοιμηθεί κανένα όνειρο στον κόσμο
καμιά ελπίδα πια να μην πεθάνει.
Να τα’ ακούσει ο χρόνος και να μη σ’ αγγίξει, αγάπη μου, ποτέ.
…Μες στην αγάπη μας είναι ένα δροσερό κλωνάρι
ένα σπουργίτι
μια φυσαρμόνικα…
Καλημέρα γειτόνισσες
να και κει, αγάπη μου, εκεί στη γωνιά,
κοίταξε την άνοιξη που έρχεται
κοίταξε αυτά τα παλικάρια που γνέφουνε με τα δρεπάνια
και τα κορίτσια πίσω τους που δένουν σε δεμάτια τις ακτίνες του ήλιου
κοίταξε μας γνέφουν. Όλα μας γνέφουν. Καλημέρα.
Καλημέρα όλα εσείς κοντινά και μακρινά μου αδέρφια.
Ελάτε να σας γνωρίσω την αγαπημένη μου.
Πέστε μου, δεν είναι όμορφη;
Σαν τη ζωή και το τραγούδι, αδέρφια μου, την αγαπάω.
Και πιο πολύ.
Καλημέρα ουρανέ, καλημέρα ήλιε, καλημέρα άνοιξη.
Τ. Λειβαδίτης, «Ο αιώνιος διάλογος»
«Κι ο άντρας είπε: πεινώ. Κι η γυναίκα τούβαλε ψωμί στο τραπέζι.
Κι όταν ο άντρας απόφαγε. Κι η γυναίκα τον κοίταζε πάντα.
Κι η γυναίκα είπε: είσαι δυνατός, μα δε σε τρομάζω.
Κι ο άντρας είπε: είσαι όμορφη, κι όμως φοβάμαι.
Κι ο άντρας έδειξε το κρεβάτι τους
Κι η γυναίκα ανέβηκε σαν έτοιμη για θυσία.
Κι ο άντρας είπε: διψώ. Κι εκείνη σήκωσε σαν πηγή το μαστό της.
Κι ο άντρας την άγγιξε. Κι η γυναίκα επληρώθη.
Κι η γυναίκα ακούμπησε ταπεινά το κεφάλι της στα πλευρά του.
Και κείνος κοίταζε πέρα, πολύ μακριά.
Και ο άντρας είπε: θάθελα να ‘μαι θεός.
Και η γυναίκα είπε: θα γεννήσω σε λίγο.
Κι η γυναίκα αποκοιμήθηκε. Κι ο άντρας αποκοιμήθηκε.
Και μια μέρα καινούρια ξημέρωσε».
Τ. Λειβαδίτης, «Ο διάλογος δεν είναι αιώνιος»
«Η πόρτα άνοιξε, κι ο άντρας μπήκε στο σπίτι.
Η γυναίκα ακούμπησε στο τραπέζι ένα πιάτο φακή. Χιόνιζε.
Ο άντρας σηκώθηκε κι αγνάντεψε από το παράθυρο.
Η γυναίκα πήρε το πιάτο του άντρα, κι αργά, άρχισε να τρώει
Το λίγο φαϊ που ‘χε απομείνει. Όταν πλάγιασαν
ο άντρας της χούφτωσε τα στήθια. Ήθελε να ξεχάσει.
Η γυναίκα έκανε να τον αποφύγει. Μα ήταν νέα ακόμα.
Τέλειωσαν, χωρίς καν να φιληθούν.
Ο άντρας έμεινε λίγο με τα μάτια ανοιχτά
μες στο σκοτάδι κι αποκοιμήθηκε.
Η γυναίκα σηκώθηκε αθόρυβα, και πηγαίνοντας
στην άκρη της κάμαρας, απόμερα, έκλαψε.
Έξω, χιόνιζε».
Ελάτε λοιπόν να σας γνωρίσω την αγαπημένη μου.
Καλημέρα ευτυχία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου