Τελευταία μέρα στο σχολείο πριν τα Χριστούγεννα. παρακολουθήσαμε στη Βιβλιοθήκη μας το συγκλονιστικό παραμύθι «ΕΝΑ ΔΕΝΤΡΟ ΜΙΑ ΦΟΡΑ» του αγαπημένου σε όλους φαντάζομαι παραμυθά, ΕΥΓΕΝΙΟΥ ΤΡΙΒΙΖΑ.
Η ΕΡΤ είχε την ευαισθησία και την έμπνευση να μεταφέρει σε ΤΑΙΝΙΑ ΜΙΚΡΟΥ ΜΗΚΟΥΣ μια Ελληνική Παραγωγή ANIMATION , σε ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ του Animator ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΡΑΠΠΑ και με την πολύτιμη βοήθεια του γερμανού σχεδιαστή animator , ULI MEYER.
ΟΠΤΙΚΑ ΕΦΦΕ
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΛΙΣΣΑΒΕΤ ΠΑΝΕΤΑ
ΜΑΙΡΗ ΣΤΟΥΜΠΟΥΛΗ
ΜΟΥΣΙΚΗ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
ΠΑΡΑΓΩΓΗ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΡΑΠΠΑΣ
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΒΑΚΑΛΗΣ
ΦΩΝΕΣ
ΔΑΝΑΗ ΣΚΙΑΔΗ...............Το ΜΙΚΡΟ ΑΓΟΡΙ
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ..............Το ΔΕΝΤΡΟ
ΘΟΔΩΡΟΣ ΑΘΕΡΙΔΗΣ
ΠΑΥΛΟΣ ΧΑΪΚΑΛΗΣ
ΠΑΥΛΟΣ ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΙΔΗΣ
(Οι τεχνικοί του δρόμου)
ΜΑΡΙΑ ΝΑΥΠΛΙΩΤΟΥ................Η Πριγκίπισσα
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΙΑΤΑΣ...........Φωνή
ΤΑΚΗΣ ΤΖΑΜΑΡΓΙΑΣ.............Φωνή
Το ΠΑΡΑΜΥΘΙ του ΕΥΓΕΝΙΟΥ ΤΡΙΒΙΖΑ …..είναι στ΄αλήθεια παραμύθι; έτσι όπως ακούγαμε εμείς παιδιά τα παραμύθια και «ζεσταινόταν» η ψυχή μας , δεν ξέρω. Σίγουρα πάντως έχει πολλά πράγματα να μας πει, να μας αφυπνίσει, να μας κάνει να δούμε και πιο πέρα, να μας κινητοποιήσει για το αληθινό μήνυμα των Χριστουγέννων.
Συγκλονιστικοί και οι στίχοι του τραγουδιού
Σ' αυτό το δρόμο κάποτε
απ' όλους ξεχασμένο
δύσμοιρο δέντρο ρίζωνε
σκυφτό και σκονισμένο
δύσμοιρο δέντρο ρίζωνε
κυρτό και σκονισμένο
Δεν είχαν τιτιβίσει
στα φύλλα του πουλιά
δεν είχε ανασάνει
του δάσους η δροσιά
δεν είχε ανασάνει
του δάσους η δροσιά
Σ' αυτό τον τόπο κάποτε
σ' ερημωμένο σπίτι
έμενα ένα μικρό παιδί
ένα παιδί σπουργίτι
Πετάει εδώ πετάει εκεί
απ' το πρωί ως το βράδυ
δεν έχει νιώσει θαλπωρή
δεν το 'χει αγγίξει χάδι
Κι ένα θλιμμένο δείλι
γίναν οι δυο τους φίλοι
σύντροφοι έγιναν και φίλοι
του χειμώνα κάποιο δείλι
σύντροφοι έγιναν και φίλοι
του χειμώνα κάποιο δείλι
Κι ένα θλιμμένο δείλι
γίναν οι δυο τους φίλοι
σύντροφοι έγιναν και φίλοι
του χειμώνα κάποιο δείλι
σύντροφοι έγιναν και φίλοι
του χειμώνα κάποιο δείλι
(στίχοι: ΝΙΚΟΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ)
Ακολουθεί παρακάτω η προσπάθεια του μαθητή Νίκου Καρακατσάνη να αφηγηθεί το animation σε πεζό λόγο. Τα σχόλια για τη δύναμη του λόγου δικά σας….Κάθε σχόλιο ευπρόσδεκτο!
ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΑΚΑΤΣΑΝΗΣ
Αφήγηση με αφορμή την παρακολούθηση του ελληνικού animation….
«ΕΝΑ ΔΕΝΤΡΟ ΜΙΑ ΦΟΡΑ», του ΕΥΓΕΝΙΟΥ ΤΡΙΒΙΖΑ
Κάπου στην καρδιά μιας μεγάλης πόλης σε ένα παλιό εγκαταλελειμμένο σπίτι ζούσε ένα μικρό παιδί. Χωρίς οικογένεια να το φροντίσει ή να το αγαπήσει κάθε μέρα πουλούσε χαρτομάντιλα στα αμάξια και στους περαστικούς που περνούσαν σε μια μεγάλη λεωφόρο για να μπορέσει να ζήσει. Το μόνο που του κράταγε συντροφιά ήταν ένα λεπτοκαμωμένο χωρίς φύλλα δέντρο έξω από την αυλή του σπιτιού του.
Ξημέρωνε προπαραμονή Χριστουγέννων και από την καγκελόπορτα του σπιτιού βγήκε για να αρχίσει άλλη μια μέρα να δουλεύει. Ήταν ένα παιδί αδύνατο, κοντό και είχε καφέ μαλλιά και γαλανά μάτια που καθρέπτιζαν την αθωότητα και την αρετή που είχε μέσα του. Φορούσε ένα σκούρο μπλε μπουφάν, ένα πράσινο πουλόβερ, ένα γκρι παντελόνι, ένα ζευγάρι παλιά, σκονισμένα παπούτσια και στην πλάτη του είχε μια πορτοκαλί τσάντα. Προτού όμως φύγει έριξε μια ματιά στον φίλο του το δέντρο. Στις ρίζες του υπήρχαν πεταμένα σκουπίδια διάσπαρτα και το δέντρο ήταν φανερά λυπημένο, έτσι με θάρρος έσπευσε να βοηθήσει. Αργά-αργά τα μάζεψε στα χέρια του και τα πέταξε στον κάδο σκουπιδιών που βρισκόταν μόλις λίγα μέτρα μακριά. Μετά χαιρετώντας τον φίλο του και με μια αισιοδοξία στο πρόσωπο ότι όλα θα πάνε καλά άρχισε να πορεύεται προς τη λεωφόρο για να δουλέψει.
Κρατώντας το χέρι του ψηλά έδειχνε στους περαστικούς μερικά πακέτα χαρτομάντιλα που είχε στην χούφτα ώστε, αν θέλει κάποιος να αγοράσει ένα…αλλά μάταια. Ξάφνου μια όμορφη γυαλιστερή φούσκα ήρθε κι έσκασε στο κεφάλι του. Προερχόταν από ένα παιχνίδι έξω από ένα παιχνιδάδικο και έβγαζε φούσκες. Ξαφνιασμένος, κοίταξε τον ουρανό και είδε εκατοντάδες φούσκες που κινόντουσαν έτσι σα να χόρευαν μεταξύ τους.
Εντωμεταξύ έξω από την αυλή του σπιτιού πολύς κόσμος περνούσε ασταμάτητα αφήνοντας κι από ένα σκουπίδι στο πλάι του κορμού του δέντρου πράγμα που το έκανε δυστυχισμένο.
Ήταν πια μεσημέρι και ο ήλιος είχε ανεβεί στο ψηλότερο σκαλοπάτι του γαλάζιου ουρανού. Στη μεγάλη λεωφόρο, ο φωτεινός σηματοδότης έδωσε προτεραιότητα στους πεζούς. Η κυκλοφορία σταμάτησε στο δρόμο υπό τη διαταγή του σαν στρατιώτης στο λοχαγό του. Το μικρό παιδί άφησε την τσάντα κάτω από έναν στύλο και γρήγορα-γρήγορα άρχισε να πουλάει τα χαρτομάντιλα. Πάει στο πρώτο αυτοκίνητο, πάει στο δεύτερο και στο τρίτο αλλά ούτε σημασία δεν του έδωσαν. Ο σηματοδότης έδωσε προτεραιότητα στα αυτοκίνητα και στο πρόσωπο του παιδιού ήταν ζωγραφισμένη η απογοήτευση, αφού ούτε ένα δεν κατάφερε να πουλήσει.
Εκείνη την ώρα έξω από το σπίτι περνούσε μια κυρία, μεγαλόσωμη με κίτρινο μπουφάν και καπέλο μαζί με τον σκύλο της που τον κρατούσε με το λουρί του. Σα να ήθελε να πάθει περισσότερα εκείνη τη μέρα το δέντρο, το σκυλί έκανε την ανάγκη του πάνω στον κορμό του. Το αγόρι χωρίς να μπορεί να κάνει κάτι αναστέναξε λυπηρά.
Στη λεωφόρο το παιδί ακόμα προσπαθούσε να πουλήσει μερικά χαρτομάντιλα στους περαστικούς και στα αυτοκίνητα αλλά κανείς δεν έπερνε.Το παράθυρο ενός αμαξιού άνοιξε και από μέσα πετάχτηκε ένα ολόχρυσο κέρμα. Κατευθείαν εκείνο με την ελπίδα στα μάτια έτρεξε να το πιάσει καθώς κατρακυλούσε προς το φρεάτιο του υπονόμου. Ξαφνικά, όμως, ακούστηκε ένας αρκετά δυνατός και ενοχλητικός ήχος. Κατευθείαν κοίταξε τη μεριά από όπου τον άκουσε και τρομαγμένο είδε ένα μεγάλο φορτηγό να έρχεται καταπάνω του. Χωρίς να χάσει χρόνο απομακρύνθηκε από το δρόμο και σώθηκε από τη μοιραία σύγκρουση. Όμως εκείνη τη στιγμή ψάχνοντας κοίταξε το φρεάτιο και με στενοχώρια κατάλαβε ότι το νόμισμα είχε πια χαθεί.
Ο βασιλιάς ήλιος είχε φέρει το απόγευμα και όλα έλαμπαν τριγύρω.Έξω από το σπίτι ένα αγόρι με το σκέιτ-μπόρντ του έκανε διάφορες φιγούρες στο πεζοδρόμιο. Το οδηγούσε τόσο γρήγορα που η ταχύτητα του τελικά τον πρόδωσε και έπεσε πάνω στο δέντρο. Μόλις σηκώθηκε, με μια γρήγορη κίνηση και με θυμό άρπαξε το σκέιτ-μπόρντ και κλότσησε δυνατά το κακόμοιρο το δέντρο που το κατηγορούσε για το ατύχημά του.
Η νύχτα άπλωσε το σκούρο μανδύα της και διαδέχτηκε το απόγευμα. Τα άπειρα και αχτιδωτά αστέρια τρεμόσβηναν στον ξάστερο ουρανό. Το μικρό παιδί μετά από μια εξαντλητική μέρα ήταν στενοχωρημένο και πείναγε πολύ. Πήρε την τσάντα του και άρχισε να ψάχνει για να φάει κάτι. Ψάχνοντας μέσα σε ένα στενό, κάτω από έναν πάγκο, μέσα σε ένα καφάσι βρήκε ένα κάπως σκονισμένο μήλο. Το σκούπισε στην μπλούζα του και πήγε σε μια βρυσούλα λίγα μέτρα μακριά. Η βρυσούλα έχυνε το κρυσταλλένιο νερό της, που κελάρυζε χαριτωμένα πάνω στο ροδοκόκκινο πια μήλο. Μετά έβγαλε ένα μικρό μπουκάλι, το γέμισε με νερό και ύστερα έφυγε για να πάει στο σπίτι του.
Όταν έφτασε στο σπίτι αντίκρισε το δέντρο που και το χαμόγελο του έπεφτε βαρύ από την στενοχώρια. Το παιδί άρχισε γρήγορα να πετάει τα σκουπίδια από τις ρίζες του και καθάρισε με ένα μπουκάλι νερό τον κορμό του. Το δέντρο έγινε αμέσως χαρούμενο από την ευγενική του αυτή πράξη. Το αγόρι χάιδεψε απαλά και με αγάπη τον φλοιό του και ύστερα με αργά βήματα έφυγε για να πάει να κοιμηθεί. Το δέντρο όμως κατευθείαν πήρε μια λυπημένη έκφραση βλέποντας τον στενοχωρημένο φίλο του. Ξάφνου, από την καγκελόπορτα ένα μικρό χέρι βγήκε και το χαιρέτησε. Εκείνη την ώρα το δέντρο χαμογέλασε ευχάριστα δείχνοντας έτσι την ευγνωμοσύνη του για τις τόσο καλές πράξεις που έκανε ο φίλος του για εκείνο.
Το αγόρι προχώρησε μέσα στην αυλή και έφτασε σε μια παλιά, ξύλινη πόρτα. Την άνοιξε και μπήκε μέσα σε έναν μικρό χώρο που οι τοίχοι είχαν κάνει πελώριες ρωγμές από την ηλικία τους. Το αγόρι πήγε σε ένα μέρος του τοίχου και άνοιξε μια μυστική τρύπα όπου εκεί είχε τα πράγματά του. Πήρε ένα μικρό σιδερένιο κουτί που είχε επάνω μια ζωγραφιά μιας μητέρας και του μωρού της. Το άνοιξε και έβαλε μέσα τα χαρτομάντιλα που είχε στην τσάντα του. Ύστερα πήρε το μήλο που είχε βρει και άρχισε να το τρώει. Έχοντας ανάμεσα στα πόδια του το σιδερένιο κουτί, κοίταζε νοσταλγικά τη ζωγραφιά επάνω του. Τα μάτια του καθρέπτιζαν την ψυχή του που ένιωθε μεγάλο άλγος για την απουσία των γονιών του. Η νύχτα όμως δεν άργησε να τον κοιμίσει στην γλυκιά αγκαλιά της.
Ο ήλιος είχε μόλις ανατείλει και έπαιζε κρυφτό πίσω από τα πελώρια κτίρια. Ένα δυνατό κούνημα της πόρτας έκανε το παιδί να ξυπνήσει ξαφνιασμένο. Δύο μεγαλόσωμοι άντρες με κίτρινα καπέλα και μπουφάν μπήκαν από την πόρτα. Τρομαγμένο το αγόρι όπως σηκώθηκε κατά λάθος έριξε το κουτί με τα χαρτομάντιλα κάτω. Χωρίς να μπορεί να τα πάρει πίσω με έναν γρήγορο διασκελισμό κατάφερε να τους ξεφύγει. Καθώς έτρεχε προς την καγκελόπορτα του σπιτιού έπεσε πάνω σε ένα μηχάνημα που είχε ένας από αυτούς τους άντρες και η τσάντα του έπεσε στο έδαφος. Πριν τον πιάσουν, έτρεξε γρήγορα έξω και χάθηκε μες το δρόμο.
Χωρίς να μπορεί να γυρίσει σπίτι του τριγυρνούσε στους δρόμους. Στεκόταν έξω από ένα ζαχαροπλαστείο και κοίταζε την τόσο ωραία διακόσμηση που είχε στην βιτρίνα του. Υπήρχε μια καταπληκτική πανδαισία από νόστιμα γλυκά, χριστουγεννιάτικα και άλλα διαφορετικά. Κοίταζε με μεγάλη λατρεία όμως το τρενάκι που υπήρχε στη μέση και κουβαλούσε φορτία από γλυκά που έδιναν σίγουρα αφορμή στον οποιονδήποτε τυχερό να αφήσει την φαντασία του να καλπάσει στα πιο γλυκά του όνειρα. Ήταν ξύλινο και αρκετές φορές ακουγόταν ο αστείος ήχος της κόρνας του.''Τσούφ, τσούφ'' και πάλι τσούφ, τσούφ''.
Το απόγευμα ο ήλιος είχε πάρει τα ηνία και είχε λούσει κάθε γωνιά της πόλης με τις λαμπρές ακτίνες του πριν πάρει το δρόμο του προς τη δύση. Στο σπίτι οι μηχανικοί είχαν φύγει εκτός από δύο. –«Αυτό;» ρώτησε ο ένας δείχνοντας το δέντρο. Ο άλλος απάντησε καταφατικά με μια χειρονομία που σήμαινε ότι αυτό θα κόψουν τελικά. Το δέντρο σχεδόν χλόμιασε από αυτή τη χειρονομία και πήρε μια έκφραση τρόμου στο πρόσωπο.
Ο βασιλιάς - απόγευμα είχε παραδώσει το ολόλαμπρο στέμμα του στην όμορφη και μυστήρια βασίλισσα νύχτα. Το φεγγάρι κυλιόταν χαρούμενο πάνω στο γαλάζιο χνούδι του ουρανού. Το μικρό παιδί περπατούσε μόνο δίχως να έχει πού να πάει. Για μια στιγμή κοίταξε τον ουρανό και είδε στον ουρανό τις φούσκες που είχε δει μια μέρα πριν στο παιχνιδάδικο και τις έβγαζε ένα παιχνίδι για φούσκες. Εκείνο πλησίασε και κοίταξε την πρώτη βιτρίνα του μαγαζιού. Είχε κάθε λογής παιχνίδια και όλα ήταν όμορφα και αστεία στην εμφάνιση. Πήγε μετά στην δεύτερη βιτρίνα όπου εκεί βρισκόταν το μεγαλοπρεπές παλάτι του καρυοθραύστη. Ήταν όμορφο και αρκετά ελκυστικό. Είχε κάτω-κάτω την ολόχρυση άμαξα του βασιλιά, στη μέση πέντε στρατιώτες φορώντας την επίσημη κόκκινη στολή τους και στην κορυφή βρισκόταν η όμορφη σύζυγος του βασιλιά. Η βασίλισσα με το χρυσοστόλιστο φόρεμα της και το γλυκό χαμόγελο της στεκόταν πίσω από ένα μικρό παράθυρο. Την κοίταξε πιο προσεχτικά, όμως εκείνη τη στιγμή η βασίλισσα απέκτησε ανθρώπινες δυνατότητες και με μια αργή κίνηση τον χαιρέτησε. Απορροφημένο το αγόρι κοιτούσε επίμονα. Μόλις αποφάσισε τελικά να φύγει από εκεί γυρνώντας έπεσε πάνω σε έναν άνθρωπο που κουβαλούσε μερικά κουτιά με δώρα που πιθανόν να ήταν ο ιδιοκτήτης του καταστήματος. Τα δώρα έπεσαν κάτω. Εκείνο μη χάνοντας χρόνο πήρε ένα από τα δώρα και το έδωσε στον άνθρωπο. Όμως εκείνος παρεξήγησε την πράξη του και άρχισε να τον αποκαλεί κλέφτη. ''Κλέφτης, κλέφτης, βοήθεια''. Φοβισμένο το παιδί άρχισε να τρέχει για να σωθεί.
Έφτασε στο σπίτι του απογοητευμένος. Η καγκελόπορτα ήταν κλειδωμένη και υπήρχε μια πινακίδα που έλεγε «ΚΑΤΕΔΑΦΙΣΤΕΟ. ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΑΥΣΤΗΡΑ Η ΕΙΣΟΔΟΣ». Το μικρό παιδί ήταν αρκετά δυστυχισμένο αφού δεν μπορούσε να μπει στο ίδιο του το σπίτι του. Κούνησε κάμποσες φορές την πόρτα δυνατά μέχρι που προσπάθησε να σκαρφαλώσει για να μπει μέσα αλλά δεν κατάφερε τίποτα. Μετά κάθισε στην άκρη του πεζοδρομίου σκεπτικό. Σηκώνοντας το κεφάλι είδε μέσα στο απέναντι σπίτι έναν πατέρα με τον γιό του να στολίζουν το χριστουγεννιάτικο δέντρο και τη μητέρα με την κόρη της να στρώνουν το γιορτινό τραπέζι και μετά να πηγαίνουν όλοι γύρω από το δέντρο αγκαλιασμένοι και να ανάβουν τα λαμπάκια του. Το παιδί αναστέναξε με στενοχώρια. –«Όμορφα δεν είναι;»ρώτησε το δέντρο.
-«Πολύ όμορφα» απάντησε το αγόρι γυρνώντας να το κοιτάξει «Στόλισέ με» είπε το δέντρο. –«Τι;» ρώτησε το παιδί. –« Στόλισέ με και μένα έτσι» παρακάλεσε το δέντρο. –«Μακάρι να μπορούσα» απάντησε το αγόρι με αναστεναγμό. –«Σε παρακαλώ, ίσως αυτά να είναι τα τελευταία μου Χριστούγεννα» παρότρυνε το δέντρο. –«Γιατί»; ρώτησε το μικρό αγόρι. –«Θα φαρδύνουν το δρόμο». –«Πονάει;» ρώτησε το δέντρο. –«Τι;» ρώτησε το παιδί το δέντρο. –«Το πελέκι, θα με κόψουν καταπώς φαίνεται», απάντησε εκείνο. Εσύ, αλήθεια, γιατί σκαρφάλωνες;»ρώτησε. -«Θα το κατεδαφίσουν, δεν έχω πού να μείνω. Ίσως σε κάποιο χαρτόκουτο πάλι», είπε απαξιωτικά. -«Στόλισέ με» παρακάλεσε το δέντρο. -«Με τι;»ρώτησε το αγόρι. -«Ότι να ΄ναι, κάτι θα βρεις»,απάντησε εκείνο. –«Καλά, αφού το θέλεις τόσο», συμφώνησε το παιδί και άρχισε να ψάχνει. Έφτιαξε μπάλες από κάθε λογής χρώματος χαρτάκια, πήρε ένα καφάσι που βρήκε και το χρησιμοποίησε για να στολίσει το δέντρο με τις μπάλες. Οι πρώτες νιφάδες χιονιού είχαν πέσει και συνέχιζαν να πέφτουν με ορμή. Ξαφνικά οι αμέτρητες φούσκες από το παιχνιδάδικο ήρθαν κι έγιναν τα φύλλα και τα κλαδιά του δέντρου. «Όσο πάω κι ομορφαίνω» είπε χαρούμενο το δέντρο. «Ελάτε», είπε χαμηλόφωνα το παιδί. «Τι είπες;», ρώτησε το δέντρο. Ξαφνικά ένα απερίγραπτα μεγάλο κύμα από πυγολαμπίδες αγκάλιασε γλυκά το δέντρο και έκαναν το δέντρο σα να είχε φορέσει για μανδύα του το φως. «'Έκανα μια ευχή», απάντησε το μικρό αγόρι. Τότε έκλεισε τα μάτια του ένωσε απαλά τα χέρια του και ξαναέκανε μια ευχή. Ξάφνου ένα λαμπρό άστρο ήρθε από τον ουρανό σαν θεϊκή αγγελία κι έκατσε στην ψηλότερη κορυφή του δέντρου. Το δέντρο τώρα πια έμοιαζε σαν ένα κομμάτι του επιγείου παραδείσου. -«Με έκανες τόσο μα τόσο όμορφο, σ' ευχαριστώ, σ' ευχαριστώ αληθινά. Πόσο θα 'θελα να σου κάνω και 'γω ένα δώρο», είπε ευγνώμον το δέντρο. -«Μπορείς, άσε με να κάτσω στη ρίζα σου για λίγο. Νιώθω τόσο μα τόσο κουρασμένος. Πονάω, δεν έχω πού να πάω, θα μ' αφήσεις;», ρώτησε το αγόρι. –«Ναι, έλα, κάθισε στη ρίζα μου, κάθισε όσο θέλεις», συμφώνησε το δέντρο.
Ο χειμώνας είχε απλώσει την ολόλευκη κουβέρτα του και το μικρό παιδί κοιμόταν στην αγκαλιά του δέντρου. Όλα γύρω έμοιαζαν σαν έναν ειδυλλιακό παράδεισο. Όταν άνοιξε τα βλέφαρά του είδε κάτι πελώριο από μακριά να διασχίζει το δρόμο αλλά και του φαινόταν αρκετά γνώριμο. Σηκώθηκε αργά και προσπάθησε να δει τι είναι. Ήταν η βασιλική του βασιλιά καρυοθραύστη. Η άμαξα σταμάτησε μπροστά του και το μικρό παιδί την κοίταζε με τόση λαχτάρα σα να έβλεπε ένα θαύμα. Από το παράθυρό της βγήκε μια θεσπέσια όμορφη γυναίκα. Ήταν η βασίλισσα του παλατιού. -«Τι όμορφο δέντρο που είναι αυτό!». Εσύ το στόλισες;», ρώτησε η βασιλοπούλα. -«Εγώ», απάντησε καταφατικά το αγόρι. «Αλήθεια;», ρώτησε εντυπωσιασμένη. –«Ναι» απάντησε εκείνο. -«Τότε έλα μαζί μου», πρότεινε η βασίλισσα. -«Τι να κάνω;» ρώτησε το παιδί. -«Να στολίσεις έτσι όμορφα και το έλατο του βασιλιά. Να ζήσεις στο παλάτι μας, παντοτινά», απάντησε με ένα πλατύ χαμόγελο. –«Και το δέντρο μου; Δεν πάω πουθενά χωρίς το δέντρο μου. Είμαστε φίλοι, φίλοι αχώριστοι», αποκρίθηκε το μικρό αγόρι. Η βασίλισσα χαμογέλασε και σα να το είχε προβλέψει ήξερε τι να κάνει. Ψιθύρισε κάτι στον στρατηγό πίσω της και αμέσως εκείνος στους στρατιώτες. Τότε μια ομάδα στρατιωτών ήρθε με φτυάρια και μια άλλη με μια γλάστρα ώστε να το πάρουν μαζί τους και αυτό. Το αγόρι με ενθουσιασμό ανέβηκε στην άμαξα, αποχαιρέτησε το σπίτι του κι έτσι άρχισαν την πορεία τους προς το μυθικό παλάτι του καρυοθραύστη…….
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου