Παίζουν:
Αντώνης Καφετζόπουλος
Anastas Kozdine
Τιτίκα Τσιριγκούλη
Γιώργος Σουξές
Κωνσταντίνος Κορωναίος
Παναγιώτης Σταματάκης
Μαρία Ζορμπά
Σκηνοθεσία:
Φίλιππος Τσίτος
Σενάριο:
Αλέξης Καρδαράς
Φίλιππος Τσίτος
η υπόθεση: O Σταύρος, ένας σαραντάρης άνδρας, είναι ένας ξενοφοβικός ψιλικατζής στην Ακαδημία Πλάτωνος, ο οποίος περνά όλη του την ημέρα καθισμένος έξω από το μαγαζί μαζί με τους φίλους του, σχολιάζοντας οποιονδήποτε περνά από μπροστά τους. Γνωρίζοντας ελάχιστα για το πραγματικό παρελθόν του μία μέρα θα ανακαλύψει πως όχι μόνο έχει αδελφό, αλλά πως ο αδελφός του είναι Αλβανός. Οι φίλοι του ξαφνικά αρχίζουν να τον κοιτούν με μισό μάτι και ο ίδιος ο Σταύρος μοιάζει να μην είναι σίγουρος για τίποτα στη ζωή του. Βραβείο αντρικής ερμηνείας, βραβείο οικουμενικής επιτροπής και βραβείο επιτροπής Νέων στο φεστιβάλ του Λοκάρνο.
Ελάχιστες εγχώριες παραγωγές έχουν ασχοληθεί με το ζήτημα της ξενοφοβίας - γεγονός που εκ πρώτης όψεως προξενεί εντύπωση από τη στιγμή που αποδεδειγμένα είμαστε ένας από τους πλέον ξενοφοβικούς λαούς, από την άλλη όμως είναι αναμενόμενο από τη στιγμή που η ενασχόληση με ένα τέτοιο ζήτημα ισοδυναμεί με εισπρακτική αυτοκτονία. Όλοι θυμόμαστε τις αντιδράσεις που είχε προκαλέσει το «Eduart» και το κύμα ρατσιστικών και εθνικιστικών 'ηλεκτρονικών' σχολίων που συνόδευσε την προβολή του στις ελληνικές αίθουσες. Κατακραυγή στο ίντερνετ, καταστροφή στα ταμεία!
Για να μιλήσουμε ανοιχτά, ο Έλληνας θεατής δεν ταυτίζεται με τον Αλβανό ήρωα. Και δεν ταυτίζεται επειδή δεν τον έχει αποδεχτεί στον κοινωνικό του περίγυρο. "Έτσι είστε;", λένε ο Τσίτος και ο Καρδαράς. "Θα εντάξουμε τον Αλβανό στα κινηματογραφικά δρώμενα δια της πλαγίας οδού. Θα βάλουμε έναν 'ελληναρά', έναν από εμάς αν θέλετε, να μαθαίνει στα τελευταία -άντα του ότι έχει αλβανικές ρίζες". Και εγένετο... «Ακαδημία Πλάτωνος»! - πολύ πιο ταιριαστός τίτλος σε σχέση με το αρχικό και πιο προφανές 'Δε θα γίνεις Έλληνας Ποτέ'.
Με ρεαλισμό σπάνιο για ελληνική κωμωδία και κάδρα που αρκετές φορές θαρρείς πως ξεπήδησαν από φιλμ εκπροσώπου της μεγάλης της nouvelle vague σχολής, η «Ακαδημία Πλάτωνος» είναι ένα δείγμα κινηματογράφου από εκείνα που σπανίζουν στην εγχώρια παραγωγή. Το θέαμα είναι ξεκαρδιστικό, διακριτικό, τρυφερό και σκληρό όταν πρέπει και -το κυριότερο όλων- δεν πέφτει ποτέ στην παγίδα της δημαγωγίας. Το τελευταίο που χρειαζόμαστε από το σινεμά είναι να υψώνει το δάχτυλο και να μας κάνει μαθήματα συμπεριφοράς. Χίλιες φορές μια καλοστημένη περιπέτεια με τον Αμερικανό υπερπράκτορα να λιανίζει τον 'σιχαμερό' Αραβα τρομοκράτη, παρά ηθικοδιδακτικά φιλμικά απορρίμματα σαν το πρόσφατο «Crossing over».
Στον πυρήνα του φιλμ ο χαρακτήρας του Σταύρου, τον οποίο ο Τσίτος σκιαγραφεί διεξοδικά και ανθρώπινα, προσπερνώντας την εύκολη λύση της καρικατούρας. Οι σκηνές που ο Σταύρος ετοιμάζει τη μητέρα του για ύπνο παραπέμπουν σε ιεροτελεστία. Τα 'βαριεστημένα' στιγμιότυπα από την καθημερινότητά του αντανακλούν την κοσμοθεωρία του. Αφού ξέρει ποιος είναι και τι θέλει από τη ζωή, άραγε γιατί τα βράδια δε μπορεί να κοιμηθεί; Όταν η μητέρα του αρχίσει να μιλά αλβανικά η κοσμοθεωρία του θα ανατραπεί! Κι αφού από τις στάχτες του αναγεννηθεί, για πρώτη φορά μετά από καιρό, απαλλαγμένος από επίπλαστες ταυτότητες και κενές προκαταλήψεις, θα μπορέσει σαν πουλάκι να κοιμηθεί!
Συνοδοιπόρος του Τσίτου στο χτίσιμο του πορτρέτου του Σταύρου ο Αντώνης Καφετζόπουλος. Αποτινάσσοντας μετά από πολύ καιρό την μανιέρα του 'Ακάλυπτου' από πάνω του, πετώντας μακριά οτιδήποτε έχει κάνει ως τώρα (κι έχει κάνει πολλά στην πολυετή καριέρα του), ξεκινά από το ναδίρ και, σκύβοντας πάνω από τον χαρακτήρα του σαν απόφοιτος του actor's studio, φτάνει στο υποκριτικό ζενίθ! Η ερμηνεία του είναι δίχως ίχνος υπερβολής ένα μικρό αριστούργημα!
Κάποιοι βρεφικοί συμβολισμοί (όπως τα δυο διαφορετικά παπούτσια στα πόδια της μάνας) και μερικές σεναριακές στραβοτιμονιές στο φινάλε, προκειμένου οι ήρωες να αποδεχτούν την νέα πολυπολιτισμική πραγματικότητα, αμαυρώνουν ελαφρώς το τελικό αποτέλεσμα, δίχως όμως να του καταφέρουν καίρια πλήγματα. Η «Ακαδημία Πλάτωνος» είναι μία από τις πλέον ευχάριστες εκπλήξεις του εγχώριου σινεμά και παράλληλα η καλύτερη δυνατή προθέρμανση για τον επερχόμενο «Κυνόδοντα», ένα φιλμ που πραγματικά δε μοιάζει με τίποτα από ότι έχετε δει μέχρι σήμερα! Το ελληνικό σινεμά είναι εδώ ενωμένο, δυνατό!
περί Βασίλη Τσίτου
Γεννήθηκε το 1966 στην Αθήνα. Από το 1991 ζει στο Βερολίνο.
Σπούδασε Διοίκηση Επιχειρήσεων στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και παράλληλα εργάστηκε σαν φωτογράφος, βοηθός σκηνοθέτη, παραγωγός ραδιοφωνικής εκπομπής και σαν μουσικός επιμελητής ταινιών ντοκιμαντέρ για την Ελληνική Τηλεόραση.
Σπούδασε σκηνοθεσία στην Ακαδημία Κιν/φου και Τηλεόρασης - Βερολίνου (DFFB), όπου σκηνοθέτησε 6 μικρού μήκους ταινίες. Μια από αυτές το «Parlez-moi d’ amour» κέρδισε το Χρυσό βραβείο καλύτερης μικρού μήκους ταινίας του γερμανικού κράτους, μια υποψηφιότητα για τα Όσκαρ σπουδαστικών ταινιών, το πρώτο βραβείο στο φεστιβάλ σπουδαστικών ταινιών του Μονάχου και το βραβείο Procirep στο φεστιβάλ Angers στη Γαλλία.
Από το 1998, σκηνοθετεί ταινίες, τηλεοπτικές σειρές και ντοκιμαντέρ με αξιώσεις. Το 2001, με το «Sweet Home» άνοιξε την Μπερλινάλε, ενώ η «Ακαδημία Πλάτωνος» εντυπωσίασε στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο κατακτώντας τρία βραβεία (Ανδρικής Ερμηνείας, Οικουμενικό Βραβείο και Βραβείο Νεότητας).
Επίσης, έχει σκηνοθετήσει πολυάριθμα διαφημιστικά σποτ για την τηλεόραση ανάμεσα στα οποία τα διαφημιστικά για: «ΟΤΕ», «COSMOTE», «Νουνου», «Lucozade», «Φίλαθλος», «Μίλκο», «Λαική Τράπεζα», «Nestle», «Ford», «Algida», «TIM», «BP» κ.α..
ΠΗΓΗ...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου